- σαπροφάγος
- -α, -ο, Ν1. βιολ. αυτός που τρέφεται με νεκρή ή σηπόμενη οργανική ύλη2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπροφάγαζωολ. οι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη, συμβάλλοντας στην αποσύνθεσή της, όπως είναι οι γεωσκώληκες, τα χερσόβια ισόποδα και διπλόποδα, αρκετά ακάρεα κολλέμβολα και άλλα έντομα καθώς και ορισμένα γαστερόποδα μαλάκια κ.ά. οργανισμοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprophagous < σαπρός + -φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.